- αβλαβής
- ές (Α ἀβλαβής, -ές) [βλάβη]1. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί βλάβη, ανέπαφος, σώος, άθικτος, ακέραιος2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί βλάβη, ακίνδυνοςαρχ.(για συνθήκες) απαραβίαστος.
Dictionary of Greek. 2013.